Η δική μου Ζωή - Ένας χρόνος χωρίς τη Ζ. Λάσκαρη

    ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΑΤΖΕΝΤΑ   Του ΒΑΣΙΛΗ ΜΠΟΥΖΙΩΤΗ                                                                                                                     Όλα ξεκίνησαν μια Κυριακή βράδυ. Του ’88 νομίζω-Τριάντα χρόνια πριν. Είχα πιάσει πιάσει δουλειά στην εφημερίδα Επικαιρότητα-μόλις είχα βγει από την σχολή.Βούτηξα στα...βαθιά,με μεγάλεςσυνεντεύξειςπου«κυνηγούσα»μελύσσα.Μινωτής,Βαλάκου,Βολανάκης,Τερζόπουλος,Ηλιόπουλος, Μουστάκας,Λαζόπουλος.Δεν είχα...βγει από το αυγό και έρχονταν βροχή οι συνεντεύξεις«σαλόνια»[δες δισέλιδες], τα αποκλειστικά,οι συνεντεύξεις τύπου,τα ρεπορτάζ σε δρόμους και διαδρόμους. Όταν μου ζήτησαν από την διεύθυνση να κάνω συνέντευξη της Ζωής Λάσκαρη, μούδιασα. Δεν την ήξερα καθόλου,δεν ήταν ποτέ η... αγαπημένη μου -η μεγάλη αδυναμία μου ήταν πάντα η Τζένη Καρέζη-,τη θεωρούσα «απόμακρη».Προσπάθησα να μην την κάνω εγώ την συνέντευξη-αλλά για πρώτη φορά επέμεναν να πάω εγώ.Με είχε ζητήσει η ίδια όπως έμαθα μετά.Έφτασα στο καλοκαιρινό «Αθήναιον»που αγαπούσα πολύ.Είχε ζέστη και στη σκηνή ήταν θυμάμαι ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ.Κατηφόρισα τον τσιμεντένιο διάδρομο,πέρασα την πλατεία και έφτασα στα καμαρίνια.Όλοι έτρεχαν σε πανικό.Με το που τέλειωνε ο Παπαμιχαήλ έβγαινε ένα μπαλέτο-ήταν επιθεώρηση.Χτύπησα την πόρτα.Άνοιξα.Γύρισε και με κοίταξε.Με... σκάναρε και μου έσφιξε το χέρι.Τα φώτα ήταν χαμηλά,είχε ανάψει κεριά.Κάπνιζε. Κάπνιζε ασταμάτητα. Το κασετόφωνο άρχισε να γράφει.Με κέρασε μια βότκα παγωμένη-ή ήταν ουίσκι,δεν θυμάμαι. Μου έλεγε ιστορίες.Πολλές ιστορίες.Η ώρα πέρασε και δεν κατάλαβα πως.Να γράψεις ό,τι θες,αγαπούλα μου,μου ’πε την ώρα που την χαιρετούσα. Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα το «αγαπούλα μου»που στη συνέχεια θα αγαπούσα πολύ.Μια εβδομάδα μετά με είχε καλέσει στο γραφείο του ο εκδότης για να μου πει πως η Λάσκαρη ήταν ενθουσιασμένη με την συνέντευξή μας. Λίγο μετά χτύπησε το τηλέφωνό μου. «Μα τα είπα τόσο ωραία ή τα έφτιαξες εσύ;Μια χαρά...τα είπες!». Το γέλιο της ακουγόταν δυνατό. «Απ’τις πιο ωραίες συνεντεύξεις μου,αγαπούλα μου».CUT.1991.Είχα γυρίσει απ’το στρατό κι είχα κάνει μια ακόμα συνέντευξη μαζί της όταν πάρθηκε η απόφαση να κλείσει η εφημερίδα απρόσμενα- το πρώτο γερό «χαστούκι»στη δουλειά.Της τηλεφώνησα. Ζωή,έγινε αυτό.Δεν θα χαθείς αγαπούλα μου εσύ.Μην το βάζεις κάτω.Θα μιλήσουμε.ΤΡΕΛΗ ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ. «Είμαι στο Κολωνάκι, έλα τώρα».Η Ζωή όταν...έπαιρνε φωτιά,δεν τη σταματούσε τίποτα. «Λοιπόν άκου,μέχρι να βρούμε [σ.σ.κρατήστε το «βρούμε»] μια εφημερίδα,ένα περιοδικό θα με βοηθήσεις με την παράσταση που ετοιμάζω,το Τρελή από έρωτα του Σέπαρντ,με σκηνοθέτη τον Βολανάκη».Κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο κι ήταν τυλιγμένη στον λευκό καναπέ. Προσπάθησα να αρνηθώ,λέγοντάς της ότι δεν είχα ιδέα πως δουλεύει ένα γραφείο τύπου,οι δημόσιες σχέσεις κλπ. «Θα μάθεις αγαπούλα μου,μη με τρελαίνεις.Άκουσέ με και κάντο».Το έκανα.Με το στομάχι κόμπο. Οι πρώτες φωτογραφίες,η επεξεργασία,τα κείμενα για το δελτίο τύπου.Φορούσε ένα κατακόκκινο φόρεμα που αγκάλιαζε το θεϊκό σώμα της.Σ’αρέσει;Μου είχε κοπεί η ανάσα.Μια φωτιά.Κάθε βράδυ πήγαινα στην πρόβα.Η Ζωή ρουφούσε σα σφουγγάρι όσα της έλεγε ο Μάγος Βολανάκης. Σαν να ξεκινούσε τότε.Μαθήτρια.Σάρωνε τη σκηνή Όχι έτσι Ζωή-μην με κοροϊδεύεις. Μην το κοροϊδεύεις. Η φωνή του Μίνου δυνάμωνε. Η Ζωή έσπαγε για λίγα λεπτά και έπειτα πείσμωνε.Ρωτούσε,άναβε τσιγάρα.Άναβε κι εκείνος.Το θέατρο Αμιράλ σε ένα μεγάλο σύννεφο καπνού-έτσι το θυμάμαι σε όλη αυτή τη διάρκεια των προβών που κρατούσαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Ο Μίνως φορούσε την καμπαρντίνα του και έφευγε στην Αμερικής. «Πάνε να φάμε,να πιούμε,δεν γυρίζω σπίτι μετά από αυτό». Το ...έργο συνεχιζόταν κάθε βράδυ. Μ’ άφηνε να φύγω λίγο πριν ξημερώσει.Το ίδιο έγινε και στις παραστάσεις.Έφτιαχνε μόνη της τα μαλλιά της στο καμαρίνι.Έπαιρνε ένα ψαλίδι κι έκοβε μύτες.Μόνη της έκανε τα μαλλιά της.Μόνη της και το μακιγιάζ-εκτός από τις φωτογραφήσεις που λάτρευε να αφήνεται στα χέρια του Αχιλλέα Χαρίτου.ΠΑΜΕ ΣΤΗΝ ΑΛΙΚΗ. Ένα βράδυ μετά την παράσταση φόρεσε τη γαλάζια γούνα της, με πήρε αγκαζέ κι ανηφορίσαμε απ’ την Αμερικής προς το Κολωνάκι. «Πάμε στην Αλίκη»είπε και έλαμπε απ’τη χαρά της. Κάναμε μια στάση στο «Κοσμικόν» για μια τούρτα.Σταματούσε η κίνηση, μα δεν έδινε σημασία.Όταν φτάσαμε χώθηκε στην αγκαλιά της Αλίκης, μας σύστησε... Ήμουν ανάμεσα σε δύο σταρ.Σφιγμένος. Σε ελάχιστα λεπτά είχαν κουλουριαστεί η κάθε μια της σε μια πολυθρόνα,με είχαν βάλει στο...παιχνίδι-αφού πρώτα με σκάναρε και η Αλίκη-και γελούσαμε με τις ιστορίες και τα πειράγματά τους.Η Αλίκη ήταν σχεδόν άβαφη κι όταν πια πέρασε πολύ η ώρα,θύμιζαν με τη Ζωή συμμαθήτριες που έκαναν σκανταλιές. Λίγο μετά ήρθε στην παρέα και ο Κώστας Σπυρόπουλος-ο Κωστάκης της για να μας διαβάσει ένα σενάριο που έγραφε. Τον κοίταζε με λατρεία,όπως κι εκείνος.Είχε αφήσει πίσω της την Εθνική Σταρ κι ήταν μια ερωτευμένη γυναίκα.Πολύ ερωτευμένη. Κι η Ζωή την καμάρωνε και την χαιρόταν. Ξημερώματα φύγαμε.Ούτε ξέρω πως έφτασα σπίτι-ούτε αν κοιμήθηκα καν...ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΗ ΖΩΗ. Στα καμαρίνια του «Αμιράλ» γκρίνιαζα.Θέλω εφημερίδα,της έλεγα,δεν με νοιάζουν οι δημόσιες σχέσεις «Μην βιάζεσαι βρε αγαπούλα μου,μην με τρελαίνεις.Όλα θα γίνουν.Μάθε λίγο να περιμένεις.Ό,τι σου αξίζει θα σε βρει».Σε λίγες μέρες είχα ραντεβού στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία,έπειτα από ένα τηλέφωνο που είχε κάνει η Ζωή.Μπήκε στη ζωή μου το ένθετο περιοδικό «Έψιλον»,ήρθαν οι μεγάλες συνεντεύξεις με τον Γιώργο Βέλτσο,τον Ντίνο Ηλιόπουλο,την Λυδία Κονιόρδου,την Ρένη Πιττακή...Από οκτώ σελίδες η κάθε μια.Όταν βγήκε η πρώτη συνέντευξη με την Λυδία που είχα πάει να βρω με φωτογράφο στη Λάρισα όπου σκηνοθετούσε Λόρκα,μπήκα στο καμαρίνι της με τρία αντίτυπα στα χέρια. Ήπιαμε πολλά σφηνάκια βότκα-της άρεσε να πίνει σφηνάκια στο καμαρίνι.Το ένα μετά το άλλο.Τη χαλάρωνε. «Θα ησυχάσεις τώρα λίγο;».Ησύχασα.Μετά ήρθαν τα Πρόσωπα, το Κυριακάτικο Έθνος,το SevenX και το Ζάπινγκ,η Real News,το OnlytheaterΆρχισα ένα… μαραθώνιο που δεν σταμάτησε ποτέ.Κάναμε συνεντεύξεις και μου έδινε πάντα τα αποκλειστικά για τις δουλειές της.Ήμουν πάντα πλάι της και εκείνη πάντα δίπλα μου.Κι όταν έχασα την μαμά μου. “Ξέρω από απώλειες,από πόνο,αγαπούλα μου.Ξέρω τι είναι να’σαι ορφανός.Ο χρόνος θα μου γιατρέψει τις πληγές.Όχι πολύ.Θα τις μαλακώσει λίγο”. Ήταν γεμάτη πληγές από τις απώλειες-με αυτή της Αλίκης,της αδελφής που δεν είχε όπως μου έλεγε σε συνεντεύξεις μας,να την πονάει πολύ ως το τέλος.Ήταν Δεκέμβριος του ’16 που κάναμε την τελευταία μας συνέντευξη μετά από μια παράστασή της. Έπινε κόκκινο κρασί,με μάλωνε που έπινα κόκα λάιτ,με τάιζε τούρτα,με έπνιγε στην αγκαλιά της κι έπειτα θυμόταν κάτι που την θύμωνε κι ακουγόταν σε όλο το μαγαζί.Καθώς χωρίζαμε μου είπε τρυφερά να μην την ξεχνάω και να την παίρνω τηλέφωνο…18 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ ’17.Ήμουν στην Πύλο με φίλους.Είχα γυρίσει από έναν περίπατο σε ένα δάσος κατάκοπος.Με άφησαν με το αυτοκίνητο στην πλατεία της Πύλου για να ανέβω στο ξενοδοχείο. Όλοι έλειπαν στη θάλασσα.Μεσημέρι.Θυμάμαι ένα γκρίζο σύννεφο.Ήμουν στη σκιά του. Χτύπησε το τηλέφωνο. Από τον enikos.gr. “Κυκλοφορεί η είδηση πως έφυγε η Ζωή Λάσκαρη,θα το διασταυρώσεις”; Δεν μπορεί να ίσχυε. Όχι.Η Μαργαρίτα Δρούτσα ακουγόταν κομμάτια “Έφυγε ήσυχα,στον ύπνο της”. Με τον Νίκο Χατζηνικολάου αλλάξαμε μηνύματα. Είχε μιλήσει με τον Αλέξανδρό της-τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο. Έκλαιγα με λυγμούς. Σαν να είχα χάσει συγγενή μου-μερικές φορές οι φίλοι είναι πιο ακριβοί κι από συγγενείς.Έκανα ένα παγωμένο ντους και κατέβηκα με κατακόκκινα μάτια σε ένα καφέ της πλατείας.Άνοιξα το laptop μου κι έγραψα ένα κείμενο για την δική μου Ζωή για το φύλο της Real News- έφευγε το τυπογραφικό κι έπρεπε να προλάβω.Έγραφα κι έκλαιγα.Αύγουστος ήταν.Ένα χρόνο πριν.Ένα χρόνο μετά η Ζωή[μου]είναι αλλού και λείπει πολύ σε όλους μας...Βάζω ένα σφηνάκι βότκα και πίνω.Κοιτάζω ψηλά με δάκρυα. Όχι δάκρυα βρε αγαπούλα μου.Χαμογέλα μου λίγο...-ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙ ΔΙΑΒΑΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΖΩΗ ΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΤΟ «ΧΑΘΗΚΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ»ΣΕ ΣΤΙΧΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΡΑΟΥΝΑΚΗ.ΣΤΟ ΤΕΡΜΑ!

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου